ἀμφίβιος

ἀμφίβιος
ἀμφίβιος, ον,
A living a double life, esp. amphibious, νομή, of frogs, Batr.59;

ἀ. στόμα Pl.Epigr.2

, cf. Ax.368b;

θήρ Man.4.23

; of plants, Thphr.HP1.4.3; ἀμφίβιον, τό, = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22:—said by Thphr. (Fr.171.12) to have been first used by Democr.
2 metaph., of the soul, denizen of two worlds, Plot.4.8.4; of man, Hierocl.in CA23p.468M.;

ὁ κατὰ τὴν ζωὴν κόσμος ἐστὶν οἷον ἀμφίβιον Dam.Pr.81

, cf. 85; φύσις ἀ. ib.399, cf. 400; of the moon,

ἄστρον ἀ. πρὸς νύκτα καὶ ἡμέραν Max.Tyr.40.4

; of Tiresias (who lived both as man and as woman), Luc.Astr.11.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀμφίβιος — living a double life masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίβιος — α, ο (Α ἀμφίβιος, ον) (για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. αυτός που μπορεί να ζει και στη στεριά και στο νερό νεοελλ. 1. λέγεται επεκτατικά για τα οχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τις ανάγκες και στο… …   Dictionary of Greek

  • αμφίβιος — α, ο 1. αυτός που μπορεί να ζει και στο νερό και στη στεριά: Η σαλαμάνδρα είναι αμφίβιο. 2. αυτός που μπορεί να κυκλοφορεί και στη στεριά και στο νερό: Ο στρατός διαθέτει και αμφίβια οχήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμφιβίως — ἀμφίβιος living a double life adverbial ἀμφίβιος living a double life masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφίβιον — ἀμφίβιος living a double life masc/fem acc sg ἀμφίβιος living a double life neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβίοιο — ἀμφίβιος living a double life masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβίοις — ἀμφίβιος living a double life masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβίοισι — ἀμφίβιος living a double life masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβίου — ἀμφίβιος living a double life masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβίους — ἀμφίβιος living a double life masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφιβίων — ἀμφίβιος living a double life masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”